- προσακτριδοπόρα
- τα, Νζωολ. τάξη μικροσκοπικών αραχνιδίων με λεπτό επίμηκες μεταμερές σώμα, με τριμερείς χωληκεραίες και με νηματόμορφο τέλσον, τα οποία απαντούν στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές ζώντας κάτω από πέτρες, μέσα στον χούμο τών δασών ή σε σπήλαια.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσακτρίδα + -πόρα (< πόρος). Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. palpigradi < palpus «απόφυση» (πρβλ. λατ. palpo «ψηλαφώ») + -gradi (< λατ. gradus «βήμα, πέρασμα, πόρος»)].
Dictionary of Greek. 2013.